ἐναγεῖς

ἐναγεῖς
ἐναγής
under a curse
masc/fem acc pl
ἐναγής
under a curse
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνάγεις — ἐνάγω lead in pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • EXECRATIO — inter publicas olim poenas: qualem Atheniensium erga Philippum Regem hoc modo describit Liv. l. 31. c. 44. Rogationem exemplo tulêrunt, plebsque scivit, ut Philippi statuae, imagines omnes, nominaque earum, item Maiorum eius virilis ac muliebris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MEGACLES — I. MEGACLES Archon Athenis τῶ διὰ βίου VI. post Phorbantem, praefuit ann. 30. circa tempora Sesostris. Sub eo hesiodum floruisse, discimus ex Epochis Marmoreis apud Ioh. Marshamum Canonc Chron. ad Sec. XV. Illi successit Diognetus, quem vide.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Κύλων — I (7ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ευπατρίδης. Ήταν γαμπρός του τυράννου των Μεγάρων, Θεαγένη, και Ολυμπιονίκης του δίαυλου κατά το 640 π.Χ. Το 612 ή το 610 π.Χ. προσπάθησε να σφετεριστεί την εξουσία της Αθήνας και επιτέθηκε στην πόλη με μισθοφορικές… …   Dictionary of Greek

  • Μεγακλής — Όνομα διάφορων επιφανών Αθηναίων πολιτών της μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. 1. Επώνυμος άρχων (7ος αι. π.Χ.). Κατέστειλε τη στάση του Κύλωνα και διέταξε τη θανάτωση των οπαδών του που είχαν καταφύγει στον βωμό των Ευμενίδων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”